ζυγοστατεῖν

ζυγοστατεῖν
ζυγοστατέω
weigh by the balance
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζυγοστατώ — (AM ζυγοστατῶ, έω) [ζυγοστάτης] σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω μσν. 1. κάνω κάτι να ισορροπήσει 2. ελέγχω, κρίνω 3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.) αρχ. 1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”